Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι λήψης ουσιαστικών αποφάσεων. Η δραματική αύξηση του φαινομένου δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπισθεί με τα εργαλεία του χθες.
Βία κατά των γυναικών: Η ανάγκη για νέα μέτρα, νέες πολιτικές και σίγουρα πολλές περισσότερες δομές.
Δυστυχώς, η καθημερινότητά μας χαράζεται με τις μαύρες γραμμές της βίας. Τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αλλά και τα περιστατικά όλων των μορφών έμφυλης βίας που φθάνουν μέχρι τις γυναικοκτονίες έχουν λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αν η βία εμποτίζει τόσο την κοινωνία μας ώστε να κινδυνεύουμε να την συνηθίσουμε, είναι ολοφάνερο ότι βρισκόμαστε σε ένα πάρα πολύ επικίνδυνο σημείο. Θα αρχίσουμε να μιλάμε για την κοινοτυπία της ενδοιοικογενειακής και έμφυλης βίας, για να παραφράσουμε την Χάνα Άρεντ. Παραφράζουμε αλλά υπογραμμίζουμε τις παρατηρήσεις της. Κανείς δεν εξαιρείται. Κανείς δεν είναι υπεράνω υποψίας όπως δείχνουν οι έρευνες των ειδικών. Κανείς επίσης δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνωρίζει. Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί ότι όλα όσα ακούγονται είναι υπερβολές. Και αν κάποιος/κάποια διατυπώσει τέτοια θέση, είτε φανερά είτε στην σιωπή, καταδικάζεται.
Η βία κατά των γυναικών δεν είναι ένα καινούργιο πρόβλημα για την χώρα μας. Για τον λόγο αυτό εδώ και αρκετά χρόνια καταβάλλονται από την Ελληνική Πολιτεία πολλές προσπάθειες πρόληψης, αντιμετώπισης και εξάλειψής του.
Συγκεκριμένα την τελευταία δεκαετία αναπτύχθηκε ένα εθνικό δίκτυο δομών για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και ένα δίκτυο συναρμόδιων φορέων. Το δίκτυο περιλαμβάνει 43 Συμβουλευτικά Κέντρα, 19 Ξενώνες ασφαλούς φιλοξενίας θυμάτων και την τηλεφωνική Γραμμή SOS 15900 άμεσης βοήθειας. Ειδικοί επιστήμονες και εξειδικευμένο προσωπικό προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όλες τις μεγάλες πόλεις της επικράτειας.
Ταυτόχρονα έχει λάβει μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες με πιο σημαντική αυτήν του νόμου 3500 του 2006. Τον νόμο αυτόν έρχεται να συμπληρώσει η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία αποτελεί το πρώτο νομικά δεσμευτικό διεθνές κείμενο που ορίζει τις μορφές βίας κατά των γυναικών και παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο για την πρόληψή της, την προστασία των θυμάτων αλλά και την τιμωρία των δραστών. Η Σύμβαση καθιστά σαφές ότι η βία κατά των γυναικών αποτελεί καταπάτηση και παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τέλος, έχουν δημιουργηθεί τμήματα ενδοοικογενειακής βίας στην Ελληνική Αστυνομία.
Μετά από όσα μέτρα ελήφθησαν η αναμενόμενη φυσιολογική κατάληξη θα ήταν η ύφεση του φαινομένου. Όμως παρά τις προσπάθειες και τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει, η κατάσταση κάθε χρόνο χειροτερεύει αντί να βελτιώνεται. Ο αριθμός των γυναικοκτονιών αυξάνεται δραματικά. Η ιστορία γνωστή και φρικτά επαναλαμβανόμενη: «Τη σκότωσε γιατί τη θεωρούσε κτήμα του και δεν της επέτρεπε να ζήσει μακριά του». «Τη μαχαίρωσε για να την εκδικηθεί που τόλμησε να διεκδικήσει την ελευθερία της». Τη δολοφόνησε γιατί μπορούσε. Ο αριθμός των βιασμών γίνεται σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Κάθε χρόνο διαπράττονται στην Ελλάδα περίπου 4.500 βιασμοί. Τα περιστατικά ενδοιοικογενειακής βίας με θύματα τις γυναίκες και τα κορίτσια αποτελούν μια αληθινή «έκθεση ωμοτήτων». Τα περιστατικά ψηφιακού εκφοβισμού και revenge porn αυξάνονται καθώς ο ψηφιακός κόσμος «προσφέρει» νέες μορφές έμφυλης βίας. Η «βεντάλια» όλων των μορφών έμφυλης βίας έχει ανοίξει ακόμα περισσότερο.
Πρέπει να προσθέσουμε στον προβληματισμό μας την άρνηση της πραγματικότητας από πολλούς και πολλές, σημείο τύφλωσης για να θυμηθούμε το βιβλίο του Μάρκ Φερρό, αλλά και πολλές αστοχίες στην εφαρμογή της νομοθεσίας. Για παράδειγμα, πολλές φορές αστυνομικοί έχουν επιδείξει αμέλεια ή ολιγωρία και τα θύματα δεν έχουν γλιτώσει από τον θύτη τους, ενώ αδυναμίες εκκωφαντικές διαπιστώνονται και στην απονομή της δικαιοσύνης.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι λήψης ουσιαστικών αποφάσεων. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πολιτεία πρέπει να αναθεωρήσει άμεσα την πολιτική της. Η πραγματικότητα που βιώνουμε αυτό δείχνει. Η αναθεώρηση περιλαμβάνει ίσως και τη νομοθεσία της για την πρόληψη και αντιμετώπιση της κάθε μορφής έμφυλης βίας.
Δύο εύκολες δυνατότητες είναι: 1) η συνεχής παροχή ειδικής εκπαίδευσης των υποψήφιων Αξιωματικών, Υπαξιωματικών και Αστυφυλάκων στο πλαίσιο της Αστυνομικής Ακαδημίας καθώς και η ανάθεση της προανάκρισης των εγκλημάτων σεξουαλικής βίας αποκλειστικά σε γυναίκες αστυνομικούς. 2) Ο σχεδιασμός ειδικής εκπαίδευσης, επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης στους δικαστικούς λειτουργούς, στο πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστών.
Όμως δεν αρκούν αυτές οι απλές συμβολές στην προσπάθεια μείωσης του φαινομένου. Χρειάζονται άμεσα νέα μέτρα, νέες πολιτικές και σίγουρα πολλές περισσότερες δομές. Η δραματική αύξηση του φαινομένου δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπισθεί με τα εργαλεία του χθες.
Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να ξεπεράσουμε και την έφεση που έχουμε στον δίχως μελέτη σχεδιασμό και οργάνωση των πολιτικών. Ο «ηθικός πανικός» που προκαλεί η έκρηξη της βίας, η προχειρότητα αλλά και η επιθυμία να έχουμε άμεσα αποτελέσματα στο πεδίο αυτό δεν έχουν θέση.
Πρέπει άμεσα να δράσουμε μελετώντας σε διαφορετική βάση την νέα πραγματικότητα και την συνθετότητα του προβλήματος. Να μελετήσουμε και να αναλύσουμε τα δεδομένα των μέχρι σήμερα ερευνών αλλά και τα κενά που έχουν πολλές φορές διαπιστωθεί από την εφαρμογή της νομοθεσίας.
Η αντιμετώπιση του βίας είναι ζήτημα Παιδείας και ευρύτερης αγωγής αλλά και συνεννόησης όλων εκείνων των οργανισμών που έχουν αποδεδειγμένα έργο στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση. Με τον τρόπο αυτό έχουμε την δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα με σύγχρονες πολιτικές και μέσα έγκαιρα.
πηγή:Βάσω Κόλλια-Athens Voice