Οι άνθρωποι που φτάνουν τα 100, κάποτε ήταν μειοψηφία, πλέον όμως αποτελούν την ταχύτερα αναπτυσσόμενη δημογραφική ομάδα του παγκόσμιου πληθυσμού, με τον αριθμό τους να διπλασιάζεται περίπου κάθε δέκα χρόνια από τη δεκαετία του 1970.
Σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης, η μακροζωία μπορεί να προβλεφθεί βάσει συγκεκριμένων βιοδεικτών.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 44.000 Σουηδούς ηλικίας 64-99 ετών, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε αξιολόγηση της υγείας τους.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για έως και 35 χρόνια. Από αυτούς τους ανθρώπους, οι 1.224, ή το 2,7%, έζησαν μέχρι τα 100. Η συντριπτική πλειοψηφία (85%) των αιωνόβιων ήταν γυναίκες.
Στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 12 βιοδείκτες με βάση το αίμα που σχετίζονται με τη φλεγμονή, τον μεταβολισμό, τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, καθώς και τον πιθανό υποσιτισμό και την αναιμία. Όλα αυτά έχουν συσχετιστεί με τη γήρανση ή τη θνησιμότητα σε προηγούμενες μελέτες. Ο βιοδείκτης που σχετίζεται με τη φλεγμονή ήταν το ουρικό οξύ.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης δείκτες που συνδέονται με τη μεταβολική κατάσταση και τη λειτουργία του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένης της ολικής χοληστερόλης και της γλυκόζης, καθώς και δείκτες που σχετίζονται με τη λειτουργία του ήπατος, όπως η αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (Alat), η ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (Asat), η αλβουμίνη, η γ-γλουταμυλ τρανσφεράση (GGT), η αλκαλική φωσφατάση (Alp) και γαλακτική αφυδρογονάση (LD).
Επιπλέον, αναλύθηκε η κρεατινίνη, η οποία συνδέεται με τη λειτουργία των νεφρών, ο σίδηρος και η ολική ικανότητα δέσμευσης σιδήρου (TIBC), η οποία συνδέεται με την αναιμία. Τέλος, ερευνήθηκε η λευκωματίνη, ένας βιοδείκτης που σχετίζεται με τη διατροφή.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, συνολικά, όσοι έφτασαν στα εκατοστά γενέθλιά τους έτειναν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης και ουρικού οξέος από τα 60 τους και μετά. Αν και οι διάμεσες τιμές δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ αιωνόβιων και μη αιωνόβιων για τους περισσότερους βιοδείκτες, οι αιωνόβιοι σπάνια εμφάνιζαν εξαιρετικά υψηλές ή χαμηλές τιμές. Για παράδειγμα, πολύ λίγοι από τους αιωνόβιους είχαν επίπεδο γλυκόζης πάνω από 6,5 νωρίτερα στη ζωή τους ή επίπεδο κρεατινίνης πάνω από 125.
Για πολλούς από τους βιοδείκτες, τόσο οι αιωνόβιοι όσο και οι μη αιωνόβιοι είχαν τιμές εκτός εύρους φυσιολογικών τιμών. Αυτό οφείλεται πιθανώς στο ότι αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές έχουν καθοριστεί με βάση έναν νεότερο και υγιέστερο πληθυσμό.
Κατά τη διερεύνηση των βιοδεικτών που συνδέονται με την πιθανότητα να φτάσει κάποιος τα 100, διαπιστώθηκε ότι όλοι εκτός από δύο (alat και λευκωματίνη) από τους 12 βιοδείκτες έδειξαν σχέση με την πιθανότητα να πλησιάσει κάποιος τα 100.
Τα άτομα με χαμηλότερη ολική χοληστερίνη και σίδηρο, είχαν μικρότερες πιθανότητες να φτάσουν τα 100 χρόνια σε σύγκριση με εκείνους με υψηλότερα επίπεδα. Εν τω μεταξύ, άτομα με υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης, ουρικού οξέος και δεικτών για τη λειτουργία του ήπατος, επίσης είχαν λιγότερες πιθανότητες να γίνουν αιωνόβιοι. Σε απόλυτους όρους, οι διαφορές ήταν μάλλον μικρές για ορισμένους από τους βιοδείκτες, ενώ για άλλους οι διαφορές ήταν κάπως πιο ουσιαστικές.
Για το ουρικό οξύ, για παράδειγμα, η απόλυτη διαφορά ήταν 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα στην ομάδα με το χαμηλότερο ουρικό οξύ είχαν 4% πιθανότητα να γίνουν 100 ετών, ενώ στην ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος μόνο το 1,5% έφτασε στην ηλικία των 100 ετών.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό GeroScience.