Το ερώτημα αυτό, εν όψει εκλογών, ταλανίζει το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας και την διαιρεί σε υπέρμαχους και σε κατήγορους της αποχής.
Από το 2012 (τις πρώτες εκλογές μετά την υπογραφή των Μνημονίων) η αποχή εκτινάχθηκε σε νούμερα σχεδόν διπλάσια από ότι ήταν προηγουμένως. Ήδη, στις εκλογές του 2019, η αποχή έφθασε στο 43%. Αυτό, βέβαια, δεν βοήθησε σε τίποτε στη βελτίωση της διαβίωσης του λαού και στη διαδρομή του έθνους στην ιστορική πορεία του.
Ποια είναι, λοιπόν, η σωστή στάση του ψηφοφόρου; ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ Ή ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ;
Για να είμαστε σωστοί και ακριβείς στην απάντηση μας, θα πρέπει να εξειδικεύσουμε λίγο περισσότερο το ερώτημα, διότι άλλη απάντηση δίδεται αν οι εκλογές είναι «καθαρές» και άλλη, αν οι εκλογές είναι «στημένες».
Οι εκλογές, λοιπόν, που θα διεξαχθούν εδώ, στην Ελλάδα, το 2023, είναι «καθαρές» ή «στημένες»;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, αρκεί να σκεφθούμε πως οι εκλογές αυτές γίνονται μέσα στα πλαίσια των κανόνων της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας». Ενός πολιτεύματος που η Πολιτική επιστήμη το κατατάσσει ως Ολιγαρχία, στην οποία τις αποφάσεις για κάθε θέμα της κοινωνίας, τις λαμβάνουν ολίγοι «αντιπρόσωποι» του λαού. Η Ολιγαρχία δεν έχει καμία σχέση με τη Δημοκρατία, όπου τις αποφάσεις για κάθε θέμα της κοινωνίας, τις λαμβάνει ο ίδιος ο λαός και όχι κάποιοι αντιπρόσωποι του.
Το ότι η Ολιγαρχία χρησιμοποιεί πολλές δημοκρατικές διαδικασίες (μεταξύ αυτών και ψηφοφορίες/εκλογές) δεν κάνει την Ολιγαρχία, Δημοκρατία. Ας μη μας διαφεύγει πως, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των πολιτευμάτων, είναι το ΠΟΙΟΣ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Στη Μοναρχία τις λαμβάνει ο Μονάρχης, στην Ολιγαρχία τις λαμβάνουν κάποιοι λίγοι (οι αντιπρόσωποι του λαού) και στη Δημοκρατία τις λαμβάνει ο ίδιος ο λαός και όχι «αντιπρόσωποι» του.
Ο Αριστοτέλης, ο πατέρας της Πολιτικής Επιστήμης, το έχει ξεκαθαρίσει από τον 4ο αιώνα π.χ : « “Λέγω δ’ οίον δοκεί ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΌΝ ΜΕΝ είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς, το δ’ αιρετάς ολιγαρχικόν”
Τότε γιατί αυτό το Ολιγαρχικό σύστημα, αυτοαποκαλείται «Δημοκρατία»; Ο λόγος είναι προφανής: Διότι κανένας λαός, τον 20ο και 21ο αιώνα δεν θα δέχονταν να κυβερνάται από μία δεδηλωμένη Ολιγαρχία. Κανένας λαός δεν έχυσε το αίμα του για να αποκτήσει Ολιγαρχία. Όλοι οι λαοί που έχυσαν το αίμα τους για να αποκτήσουν πολιτικές ελευθερίες, το έχυσαν στο όνομα της Δημοκρατίας, διότι η έννοια της Δημοκρατίας είναι ταυτόσημη με την έννοια των Πολιτικών Ελευθεριών, ενώ η έννοια της Ολιγαρχίας είναι ταυτόσημη με την έννοια της Πολιτικής υποδούλωσης των πολλών σε λίγους.
Έτσι, οι Ολιγάρχες που, τα τελευταία 200 χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, διαδέχθηκαν τους Μονάρχες, ονόμασαν (με πολύ πονηρή σοφία) την Ολιγαρχία τους, Δημοκρατία. Έτσι καθιερώθηκε παγκοσμίως, η Ολιγαρχία να αποκαλείται Δημοκρατία. Όταν, λοιπόν, λέμε, «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» είναι σαν να λέμε «Ισλαμική Χριστιανοσύνη»!
Παρ’ όλ’ αυτά, η σχιζοφρενική αυτή ορολογία καθιερώθηκε, καθώς επιβλήθηκε από την επιστημονικά μελετημένη, θηριώδη προπαγάνδα της Διεθνούς Ολιγαρχίας. Και επειδή η ορολογία αυτή είναι σχιζοφρενική («Ισλαμική Χριστιανοσύνη»!!!) εμποδίζει τη λογική λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου στην εξήγηση των φαινομένων που δημιουργούνται εξ αιτίας τού ότι η «Δημοκρατία» δρα ως Ολιγαρχία και ενίοτε ως Μοναρχία.
Έτσι εξηγείται και το παγκόσμιο φαινόμενο παραλογισμού, οι πολλοί να αποφασίζουν (με άψογες «δημοκρατικές» εκλογές) να υποφέρουν και να βασανίζονται, προκειμένου κάποιοι λίγοι να πλουτίζουν ασύδοτα και ασύστολα. Έτσι εξηγείται και το Ελληνικό παράδοξο, οι βιαζόμενοι να ψηφίζουν σταθερά τον βιαστή τους, που τους ξαναβιάζει, ξανά και ξανά… Πράγματα που, σε μία πραγματική δημοκρατία θα ήταν αδύνατον να συμβούν.
Με αυτά, λοιπόν, που αναφέρθηκαν και τεκμηρίωσαν πως η «Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία» είναι στην πραγματικότητα ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ, οι εκλογές που αυτή οργανώνει, δεν μπορεί παρά να είναι «στημένες» για να εξυπηρετήσουν τη συνέχιση της εξουσίας των (πολιτικών και οικονομικών) Ολιγαρχών επί της κοινωνίας. Και αυτό, πράγματι, γίνεται με τις εκλογές: Ο λαός, προσέρχεται στις κάλπες, μία μέρα κάθε 4 χρόνια, τη ΜΟΝΗ ΜΕΡΑ που η “εκλόγιμη Μοναρχία” επιτρέπει στον υπήκοο να είναι ελεύθερος να αποφασίσει. Εκείνη δε τη μέρα, του επιτρέπει, ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΑ, να αποφασίσει ΓΙΑ ΕΝΑ, ΚΥΡΙΩΣ, ΠΡΑΓΜΑ: ότι δεν θα μπορεί να αποφασίζει, κατά τα επόμενα 4 χρόνια, ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΘΕΜΑ που τον αφορά, καθώς, διά της κάλπης και της ψήφου του, ο ψηφοφόρος παραιτείται από αυτό το δικαίωμα του, αφού το μεταβιβάζει εν λευκώ και ανεκκλήτως, σε κάποιο άλλο παρένθετο πρόσωπο και μηχανισμό. Στο κόμμα και στον βουλευτή που ψηφίζει.
Το ποιο «κόμμα εξουσίας» θα κυβερνήσει, είναι το «προπέτασμα καπνού», ο αποπροσανατολισμός του αγαθού ψηφοφόρου για να εστιάζει εκεί την προσοχή του καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο και να μη βλέπει το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών, που είναι η δημοκρατική νομιμοποίηση της εξαπάτησης του λαού, που συντελείται εκείνη τη μέρα από την Ολιγαρχία. Και, βέβαια, είναι εντελώς αδιάφορο στην Ολιγαρχία, το ποιο «κόμμα εξουσίας» θα νικήσει, αφού γνωρίζει ότι, όποιο κι αν είναι, θα την υπηρετήσει πιστά.
Αυτός είναι ο τρόπος που η κοινωνία ( ο “Δήμος/Λαός”) “μπαίνει στην άκρη” και η Ολιγαρχία αποφασίζει (νομοθετεί και εκτελεί τις αποφάσεις της) σύμφωνα με τα συμφέροντα της, που είναι αντίθετα με τα συμφέροντα του λαού, όπως αποδεικνύεται από το αμετάβλητο επί γενεές γεγονός, πως ο λαός μένει πένης, ενώ οι Ολιγάρχες (πολιτική και οικονομική ελίτ) θησαυρίζουν ασύδοτα και ασύστολα.
Σε τέτοιες, λοιπόν, στημένες εκλογές, ποιο είναι το νόημα να ψηφίσει ο πολίτης; Είτε ψηφίσει, είτε δεν ψηφίσει, η Ολιγαρχία θα αποκτήσει τη λαϊκή νομιμοποίηση για να συνεχίσει κατά την επόμενη 4ετία να ασκεί την πολιτική της, ασχέτως του ποιο κόμμα θα κυβερνά. Και, είναι πλέον διαπιστωμένο πως, όποιο κόμμα κι αν κυβερνά, στα μεγάλα θέματα ασκεί την ίδια πολιτική. Αυτήν που επιβάλλουν οι έξωθεν «προστάτες». Καταντήσαμε, δηλαδή, την πανώρια Ελλάδα μας, μία πόρνη που συμπεριφέρεται ανάλογα με τα γούστα του εκάστοτε προστάτη/νταβατζή της…. Είτε ψηφίσουμε, είτε δεν ψηφίσουμε…
Αυτή η τραγική κατάσταση, όμως, θα μπορούσε να αλλάξει, αν μπορούσε ο λαός, με κάποιον τρόπο, να σαμποτάριζε ΝΟΜΙΜΩΣ, τις στημένες εκλογές της Ολιγαρχίας.
«Σαμποτάρω» σημαίνει υπονομεύω, δηλαδή δυναμιτίζω και ανατινάζω την καθιερωμένη ροή μίας διάβασης, είτε αυτή είναι σιδηροδρομική γραμμή ή τηλεφωνική γραμμή ή εκλογική διαδικασία, κλπ.
Στην προκειμένη περίπτωση, θέλουμε να υπονομεύσουμε την καθιερωμένη ροή, τής (από την Ολιγαρχία) στημένης εκλογικής διαδικασίας.
Για να την υπονομεύσουμε, πρέπει να κάνουμε κάτι διαφορετικό από τα καθιερωμένα. Ποια είναι τα καθιερωμένα;
Τα καθιερωμένα είναι πως, προ των εκλογών, λειτουργούν ή δημιουργούνται κόμματα (που κομματιάζουν την ενότητα του λαού) και δεν επιτρέπουν (διασπούν) την «ισχύ εν τη ενώσει» κάποιων μεγάλων τάσεων που υπάρχουν διάχυτες σ’ όλα τα κόμματα, στην κοινωνία, όπως πχ η τάση στον Πατριωτισμό ή η τάση στη Δημοκρατία.
Ο ψηφοφόρος, κατά την προεκλογική περίοδο εστιάζει την προσοχή του στο διακύβευμα των εκλογών, που είναι το ΠΟΙΟ ΚΟΜΜΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ (που το δημιουργεί η προπαγάνδα της Ολιγαρχίας) και τη μέρα των εκλογών προσέρχεται στην κάλπη, ψηφίζει το κόμμα που έχει επιλέξει και το βράδυ περιμένει να ιδεί πόσους ψήφους μάζεψε το κόμμα του και πόσους οι άλλοι.
Αν το αποτέλεσμα είναι καλύτερο από ότι περίμενε, πανηγυρίζει ενώ αν είναι χειρότερο, απογοητεύεται.
Αυτή είναι η καθιερωμένη ροή της στημένης (από την Ολιγαρχία) εκλογικής διαδικασίας. Η πεπατημένη των εκλογών.
Τι από αυτά μπορεί να αλλάξει, ώστε να υπονομευθεί και να ανατραπεί η πεπατημένη των στημένων (από την Ολιγαρχία) εκλογών;
Το PLAN B’, αλλάζει την πεπατημένη, προτείνοντας στον ψηφοφόρο, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, ώστε να γνωρίζει, πολύ πριν την ημέρα της κάλπης, το μέγεθος της δύναμης που έχει το κόμμα που υποστηρίζει.
Πως μπορεί να γίνει αυτό; Πολύ απλά και εύκολα! Αρκεί, όσοι θέλουν να υπονομεύσουν τις (στημένες από την Ολιγαρχία) εκλογές, να στείλουν ένα μέηλ σ’ ένα συγκεκριμένο αποδέκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, στο μέηλ του PLAN B’. Εκεί, μετρώνται τα μέηλ και ο λαός ξέρει ανά πάσα στιγμή το μέγεθος της δύναμης που ο ίδιος δημιουργεί, συσπειρωνόμενος σε μία «ανοικτή και άτυπη πολιτική πλατφόρμα», έξω από κάθε κομματική λογική.
Η επίγνωση της δύναμης της δημιουργούμενης συσπείρωσης, είναι εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο, καθώς διαμορφώνει αναλόγως την πολιτική στόχευση της συσπείρωσης. Άλλη είναι η πολιτική στόχευση μίας ομάδας 150.000 πολιτών, άλλη μίας ομάδας 500.000 πολιτών και άλλη η στόχευση μίας ομάδας 2.000.000 πολιτών.
Όμως, η αλλαγή της πολιτικής στόχευσης, μπορεί να οδηγήσει στην αλλαγή του διακυβεύματος των εκλογών, κατά την προεκλογική περίοδο. Από το διακύβευμα «ποιο κόμμα θα κυβερνήσει» , μπορεί να περάσουμε στο δημοψηφισματικό διακύβευμα «ΟΙ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΜΑΣ Ή ΕΜΕΙΣ, Ο ΛΑΟΣ».
Οπότε, γίνεται φανερό πως το PLAN B’, δίνει τη δυνατότητα στους «συνειδητά απέχοντες» των εκλογών, να αλλάξουν την κατάσταση εξ αιτίας της οποίας απέχουν από τις εκλογές!
Ο συνειδητά απέχων, γιατί να μη θελήσει να δοκιμάσει (άκοπα κι ανέξοδα, με την αποστολή ενός μέηλ) ΑΝ ΜΠΟΡΕΙ να δημιουργήσει μία μεγάλη δύναμη ικανή να αλλάξει άρδην τα πράγματα; Και, αν διαπιστώσει ότι μπορεί, γιατί να μη το κάνει;
Αν ο όγκος των συσπειρωμένων πολιτών γίνει τέτοιος που να καθιστά τον συσπειρωμένο λαό ικανό να διεκδικήσει τη νίκη στις εκλογές, τότε ο ίδιος αυτός λαός, μπορεί μέσα σε μία-δύο μέρες, με ένα ηλεκτρονικό ψήφισμα, να αποφασίσει αν θέλει να μετατρέψει τη δύναμη του σε εκλογική δύναμη, ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, μη περιμένοντας το βράδυ των εκλογών.
Η πρακτική αυτή, δίνει στο λαό τη δυνατότητα να αιφνιδιάσει την Ολιγαρχία και να της αποσπάσει την κυβερνητική εξουσία, ανατρέποντας την ΝΟΜΙΜΩΣ…
Αυτή είναι η πρόταση του PLAN B’ για την υπονόμευση των στημένων εκλογών της κομματοκρατρούμενης Ολιγαρχίας, που είναι ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ του εξοστρακισμού του σάπιου πολιτικού κατεστημένου από τη μονιμότητα του, στη διακυβέρνηση της Χώρας μας.
Στην περίπτωση αυτή, όταν οι εκλογές γίνονται πεδίο ανατροπής της εξαπάτησης του λαού, αλλάζει το διακύβευμα τους και αποκτούν άλλο νόημα. Τότε, Η ΑΠΟΧΗ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ, διότι στρέφεται απ’ ευθείας εναντίον των σαμποτέρ των στημένων εκλογών, δηλαδή εναντίον της κοινωνίας, δηλαδή εναντίον των ιδίων των απεχόντων.
Του Ώθωνα Ιακωβίδη