Τα γράμματα δεν τα’παιρνε. Βάρος ασήκωτο στους ώμους του η τριγωνομετρία, ακόμη πιο βαριά του Νεύτωνα η βαρύτητα, μα πιότερο εφιάλτης εκείνα τα μακρά και τα βραχέα, τα “περισπάται”, τα “οξύνεται”. Κι εκείνη η υπογεγραμμένη; Τι το’θελε και τόσο πια τον πίεζε ο δάσκαλος; Σαν μία μέρα, τρέμοντας, στον πίνακα έγραψε το όμικρον (τη λέξη δεν θυμάμαι) και μια υπογεγραμμένη έβαλε από κάτω, γέλασε η τάξη ολάκερη… Δεν θα το κρύψω: γέλασα κι εγώ… Τρεις μέρες στο σχολείο δεν φάνηκε, μετά.
Τα γράμματα δεν τα’παιρνε. Όχι, δεν θα μιλήσω για μια σοφία άλλη, πιο βαθιά. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Μόνο που όλο και δυνάμωναν τα γέλια αυτά κι όλο και περισσότερο του απουσιολογίου γέμιζαν οι σελίδες με τ’όνομά του.
Δεν τα’παιρνε τα γράμματα. Κι όσο κυλούσε ο καιρός, ούτε και τους ανθρώπους έπαιρνε. Μόνο τα πόδια του κοιτούσε, μόνο στη γη τα μάτια. Και κάποτε στον ουρανό. Όχι, ποτέ δεν κοίταζε τον άνθρωπο στα μάτια…
Χθες βράδυ, στο τραπέζι -δεκαετίες πια μετά- θα θέλαμε ένα ποτήρι παραπάνω να έστεκε, στη μάζωξη αυτή του παρελθόντος. Μα, συνεπής αυτός στης απουσίας τη συνήθεια, δυο χρόνια τώρα είναι που γι’αλλού πια κίνησε. Δυο χρόνια τώρα που από ψηλό μπαλκόνι έστρεψε, για τελευταία φορά, κατά τη γη τα μάτια, κι ύστερα πια για ουρανό ταξίδεψε.
“Κύριε” ρωτά ο μαθητής ετούτο το πρωί (αλήθεια είναι που κι αυτός μάλλον τα γράμματα δεν παίρνει) “παίρνει το όμικρον περισπωμένη”; Κάποια αμυδρά γέλια στην αίθουσα. Μειδιάματα. Και ένα βλέμμα που, ασυναίσθητα, στα πόδια στρέφεται, στη γη!
Κι εγώ σηκώνομαι, βάζω το χέρι στο Ευαγγέλιο της τιμής, και στο εδώλιο ετούτο λέω ” Ναι! Μη βλέπετε που σε κανένα κείμενο το όμικρον δεν θα το δείτε με υπογεγραμμένη. Σε τύπους αρχαϊκούς κάποτε εμφανίζεται. Σε κάποια διάλεκτο αρχαία, ετούτη η γραφή απαντά!” Τα γέλια ηρεμούν. Τα δύο μάτια ξεκολλούν από τη γη. Κι εγώ, στο δικαστήριο ετούτο ψευδορκώ, κάθε επιστημοσύνη καταρρίπτω, ζητώντας ικετευτικά, εναγωνίως, το ελαφρυντικό της έμπρακτης και -προπαντός- ειλικρινούς μου μεταμέλειας.